Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinchìte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinˈkite]

σκαθάρι γένους Rhynchites


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rincatenare rinchiudere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rincaro (ουσ αρσ )
rincartare (ρ. μτβ.)
rincasare (ρ.αμτβ.)
rincasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rincatenare (ρ. μτβ.)
rinchite (ουσ αρσ )
rinchiudere (ρ. μτβ.)
rinchiudersi (ρ.μ. (αντων.))
rinchiuso (ουσ αρσ )
rinchiuso (επίθ.)
rincitrullire (ρ.αμτβ.)
rincitrullire (ρ. μτβ.)
rincitrullirsi (ρ.μ. (αντων.))
rincivilimento (ουσ αρσ )
rincivilire (ρ. μτβ.)
rincivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rincoforo (ουσ αρσ )
rincollare (ρ. μτβ.)
rincollo (ουσ αρσ )
rincominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---