Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinchiùdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinˈkjudere]

1 κλειδώνω
2 περιορίζω
3 περικλείω
4 κλείνω
5 εγκλείω

rinchiudersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinˈkjudersi]

1 κλειδώνομαι
2 αποτραβιέμαι
3 κλείνομαι
4 περιορίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinchite rinchiuso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rincartare (ρ. μτβ.)
rincasare (ρ.αμτβ.)
rincasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rincatenare (ρ. μτβ.)
rinchite (ουσ αρσ )
rinchiudere (ρ. μτβ.)
rinchiudersi (ρ.μ. (αντων.))
rinchiuso (ουσ αρσ )
rinchiuso (επίθ.)
rincitrullire (ρ.αμτβ.)
rincitrullire (ρ. μτβ.)
rincitrullirsi (ρ.μ. (αντων.))
rincivilimento (ουσ αρσ )
rincivilire (ρ. μτβ.)
rincivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rincoforo (ουσ αρσ )
rincollare (ρ. μτβ.)
rincollo (ουσ αρσ )
rincominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rincontrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---