ItalianoGreco


rincitrullìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinʧitrulˈlire]

αποβλακώνομαι

rincitrullìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinʧitrulˈlire]

Αποβλακώνω

rincitrullirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinʧitrulˈlirsi]

αποβλακώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---