Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rincitrullìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinʧitrulˈlire]

αποβλακώνομαι

rincitrullìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinʧitrulˈlire]

Αποβλακώνω

rincitrullirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinʧitrulˈlirsi]

αποβλακώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinchiuso rincivilimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinchite (ουσ αρσ )
rinchiudere (ρ. μτβ.)
rinchiudersi (ρ.μ. (αντων.))
rinchiuso (ουσ αρσ )
rinchiuso (επίθ.)
rincitrullire (ρ.αμτβ.)
rincitrullire (ρ. μτβ.)
rincitrullirsi (ρ.μ. (αντων.))
rincivilimento (ουσ αρσ )
rincivilire (ρ. μτβ.)
rincivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rincoforo (ουσ αρσ )
rincollare (ρ. μτβ.)
rincollo (ουσ αρσ )
rincominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rincontrare (ρ. μτβ.)
rincontro (ουσ αρσ )
rincoraggiare (ρ. μτβ.)
rincorare (ρ. μτβ.)
rincorarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---