ItalianoGreco


rincoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinkoˈrare]

1 ενδυναμώνω
2 ανακουφίζω
3 παρηγορώ
4 εμψυχώνω
5 ενθαρρύνω
6 αναπτερώνω
7 εγκαρδιώνω

rincoràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinkoˈrarsi]

1 ανακουφίζομαι
2 παρηγορούμαι
3 ενθαρρύνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---