ItalianoGreco


rincàlzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinˈkaltso]

1 υποστήριγμα
2 στήριξη
3 υποστήριξη
4 εφεδρεία
5 παίκτες του πάγκου
6 προσχωμάτωση
7 αντιστήριξη φυτού
8 ενίσχυση
9 στερέωμα
10 αντιστήριγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---