Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimuòvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈmwɔvere]

1 διαλύω (αμφιβολία)
2 απολύω
3 σηκώνω
4 παραμερίζω (εμπόδιο)
5 καταπνίγω αισθήματα
6 απωθώ στο υποσυνείδητο
7 μετακομίζω
8 μεταπείθω
9 εξαλείφω
10 μετακινώ
11 μετατοπίζω
12 κινώ εκ νέου
13 μεταθέτω
14 απομακρύνω
15 αφαιρώ
16 μεταφέρω
17 εκκενώνω

rimuoversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riˈmwɔversi]

1 ενδίδω
2 αποσύρομαι
3 μετακινούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimunerazione rimutare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))
rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinalgia (θηλ.ουσ)
rinascente (επίθ.)
rinascenza (θηλ.ουσ)
rinascere (ρ.αμτβ.)
rinascimentale (επίθ.)
rinascimento (ουσ αρσ )
rinascita (θηλ.ουσ)
rincagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rincagnato (επίθ.)
rincalcare (ρ. μτβ.)
rincalzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---