Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinàscere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈnaʃʃere]

1 αναθάλλω
2 συνέρχομαι
3 ξαναζώ
4 αναλάμπω
5 ξανανιώνω
6 ξαναζωντανεύω
7 ανανεώνομαι
8 επιστρέφω στη ζωή
9 αναγεννώμαι
10 ξαναγεννιέμαι
11 αναβιώνω
12 αναπτερώνομαι
13 ξαναγεννιούμαι
14 αναζωογονούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinascenza rinascimentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinalgia (θηλ.ουσ)
rinascente (επίθ.)
rinascenza (θηλ.ουσ)
rinascere (ρ.αμτβ.)
rinascimentale (επίθ.)
rinascimento (ουσ αρσ )
rinascita (θηλ.ουσ)
rincagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rincagnato (επίθ.)
rincalcare (ρ. μτβ.)
rincalzamento (ουσ αρσ )
rincalzare (ρ. μτβ.)
rincalzata (θηλ.ουσ)
rincalzatrice (θηλ.ουσ)
rincalzatura (θηλ.ουσ)
rincalzo (ουσ αρσ )
rincamminarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rincantucciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---