Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimpinguàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rimpinˈgware] 1 επενδύω (στο χρηματιστήριο) 2 παραγεμίζω 3 σιτεύω ξανά 4 γεμίζω 5 παχαίνω ξανά rimpinguarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rimpinˈgwarsi] 1 χοντραίνω 2 γίνομαι πολύ χοντρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |