Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimpiègo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimˈpjɛgo] 1 επανεπένδυση 2 εκ νέου επένδυση 3 εκ νέου πρόσληψη 4 επαναπρόσληψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |