Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpiègo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimˈpjɛgo]

1 επανεπένδυση
2 εκ νέου επένδυση
3 εκ νέου πρόσληψη
4 επαναπρόσληψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpiegare rimpigrire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccolirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiegare (ρ. μτβ.)
rimpiego (ουσ αρσ )
rimpigrire (ρ.αμτβ.)
rimpigrire (ρ. μτβ.)
rimpigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpinguare (ρ. μτβ.)
rimpinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpinzamento (ουσ αρσ )
rimpinzare (ρ. μτβ.)
rimpinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpare (ρ. μτβ.)
rimpolparsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpettare (ρ. μτβ.)
rimpossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpoverire (ρ.αμτβ.)
rimpoverire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---