ItalianoGreco


rimpiccinìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimpitʧiˈnire]

1 μικραίνω
2 σμικρύνω
3 κάνω κάτι πιο μικρό
4 μικρύνω

rimpiccinirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimpitʧiˈnirsi]

1 συρρικνώνομαι
2 υποτιμώ τον εαυτό μου
3 μειώνομαι
4 συστέλλομαι
5 λιγοστεύω
6 σμικρύνομαι
7 μικραίνω
8 γίνομαι μικρότερος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---