Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpàtrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimˈpatrjo]

ο επαναπατρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpatriata rimpegnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpasticciare (ρ. μτβ.)
rimpasto (ουσ αρσ )
rimpatriare (ρ.αμτβ.)
rimpatriare (ρ. μτβ.)
rimpatriata (θηλ.ουσ)
rimpatrio (ουσ αρσ )
rimpegnare (ρ. μτβ.)
rimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpellare (ρ. μτβ.)
rimpennarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpettirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpetto (επίρ.)
rimpiallacciare (ρ. μτβ.)
rimpiallacciatura (θηλ.ουσ)
rimpiangere (ρ. μτβ.)
rimpianto (ουσ αρσ )
rimpianto (επίθ.)
rimpiattare (ρ. μτβ.)
rimpiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpiattino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---