Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpasticciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpastitˈʧare]

1 μπαλώνω κάτι ξανά
2 κατασκευάζω κάτι κακότεχνα
3 μερεμετίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpastare rimpasto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpallare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpallo (ουσ αρσ )
rimpannucciare (ρ. μτβ.)
rimpannucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpastare (ρ. μτβ.)
rimpasticciare (ρ. μτβ.)
rimpasto (ουσ αρσ )
rimpatriare (ρ.αμτβ.)
rimpatriare (ρ. μτβ.)
rimpatriata (θηλ.ουσ)
rimpatrio (ουσ αρσ )
rimpegnare (ρ. μτβ.)
rimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpellare (ρ. μτβ.)
rimpennarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpettirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpetto (επίρ.)
rimpiallacciare (ρ. μτβ.)
rimpiallacciatura (θηλ.ουσ)
rimpiangere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---