Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimpasticciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rimpastitˈʧare] 1 μπαλώνω κάτι ξανά 2 κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 3 μερεμετίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |