Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimpàllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimˈpallo] 1 αναπήδηση μπάλας (μπιλιάρδο) 2 ριμπάουντ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |