Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimozióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rimotˈtsjone]

η μετακίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimovitore rimpacchettare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο zona [θηλ.] rimozione = auto η απαγορευτική ζώνη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimorso (ουσ αρσ )
rimostranza (θηλ.ουσ)
rimostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimovibile (επίθ.)
rimovitore (ουσ αρσ )
rimozione (θηλ.ουσ)
rimpacchettare (ρ. μτβ.)
rimpallare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpallo (ουσ αρσ )
rimpannucciare (ρ. μτβ.)
rimpannucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpastare (ρ. μτβ.)
rimpasticciare (ρ. μτβ.)
rimpasto (ουσ αρσ )
rimpatriare (ρ.αμτβ.)
rimpatriare (ρ. μτβ.)
rimpatriata (θηλ.ουσ)
rimpatrio (ουσ αρσ )
rimpegnare (ρ. μτβ.)
rimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---