Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpeɲˈɲare]

1 απασχολώ ξανά
2 δεσμεύω ξανά
3 εμπλέκω ξανά
4 βάζω ενέχυρο ξανά

rimpegnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimpeɲˈɲarsi]

1 απασχολούμαι ξανά
2 δεσμεύομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpatrio rimpellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpasto (ουσ αρσ )
rimpatriare (ρ.αμτβ.)
rimpatriare (ρ. μτβ.)
rimpatriata (θηλ.ουσ)
rimpatrio (ουσ αρσ )
rimpegnare (ρ. μτβ.)
rimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpellare (ρ. μτβ.)
rimpennarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpettirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpetto (επίρ.)
rimpiallacciare (ρ. μτβ.)
rimpiallacciatura (θηλ.ουσ)
rimpiangere (ρ. μτβ.)
rimpianto (ουσ αρσ )
rimpianto (επίθ.)
rimpiattare (ρ. μτβ.)
rimpiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpiattino (ουσ αρσ )
rimpiazzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---