Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriméttere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [riˈmettere] 1 (mettere nuovamente) ξαναβάζω 2 (indossare nuovamente) ξαναφορώ 3 (vomitare) κάνω εμετό rimettersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riˈmettersi] 1 (ricominciare) ξαναρχίζω 2 (guarire) αναρρώνω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrimettersi in marcia = ξεκινώ πάλι || rimettersi in pari = ισοσκελίζω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |