Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimediàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimeˈdjare]

1 ξανακερδίζω
2 γιατρεύω
3 θεραπεύω
4 επισκευάζω
5 επανορθώνω
6 φροντίζω
7 διορθώνω

rimediàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimeˈdjare]

επανορθώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimediabile rimediato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbruttire (ρ. μτβ.)
rimbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbucare (ρ. μτβ.)
rimbussolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
rimediare (ρ.αμτβ.)
rimediare (ρ. μτβ.)
rimediato (επίθ.)
rimedio (ουσ αρσ )
rimeditare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimembranza (θηλ.ουσ)
rimembrare (ρ. μτβ.)
rimenare (ρ. μτβ.)
rimenata (θηλ.ουσ)
rimeritare (ρ. μτβ.)
rimescolamento (ουσ αρσ )
rimescolare (ρ. μτβ.)
rimescolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimescolata (θηλ.ουσ)
rimescolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---