Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbruttìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbrutˈtire]

ασχημαίνω

rimbruttìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbrutˈtire]

κάνω κάποιον άσχημο

rimbruttirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimbrutˈtirsi]

ασχημαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbrotto rimbucare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimboscare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboschire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbrottare (ρ. μτβ.)
rimbrotto (ουσ αρσ )
rimbruttire (ρ.αμτβ.)
rimbruttire (ρ. μτβ.)
rimbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbucare (ρ. μτβ.)
rimbussolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
rimediare (ρ.αμτβ.)
rimediare (ρ. μτβ.)
rimediato (επίθ.)
rimedio (ουσ αρσ )
rimeditare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimembranza (θηλ.ουσ)
rimembrare (ρ. μτβ.)
rimenare (ρ. μτβ.)
rimenata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---