Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbussolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbussoˈlare]

ξαναβάζω μέσα στην κάλπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbucare rimediabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbrotto (ουσ αρσ )
rimbruttire (ρ.αμτβ.)
rimbruttire (ρ. μτβ.)
rimbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbucare (ρ. μτβ.)
rimbussolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
rimediare (ρ.αμτβ.)
rimediare (ρ. μτβ.)
rimediato (επίθ.)
rimedio (ουσ αρσ )
rimeditare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimembranza (θηλ.ουσ)
rimembrare (ρ. μτβ.)
rimenare (ρ. μτβ.)
rimenata (θηλ.ουσ)
rimeritare (ρ. μτβ.)
rimescolamento (ουσ αρσ )
rimescolare (ρ. μτβ.)
rimescolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---