Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbrottàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbrotˈtare]

1 μαλώνω
2 κατσαδιάζω
3 επιπλήττω
4 επιτιμώ
5 επικρίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimboschire rimbrotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimborso (ουσ αρσ )
rimboscamento (ουσ αρσ )
rimboscare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboschire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbrottare (ρ. μτβ.)
rimbrotto (ουσ αρσ )
rimbruttire (ρ.αμτβ.)
rimbruttire (ρ. μτβ.)
rimbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbucare (ρ. μτβ.)
rimbussolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
rimediare (ρ.αμτβ.)
rimediare (ρ. μτβ.)
rimediato (επίθ.)
rimedio (ουσ αρσ )
rimeditare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimembranza (θηλ.ουσ)
rimembrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---