Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimbócco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimˈbokko] 1 πτυχή 2 πιέτα 3 σούρα 4 σήκωμα των μανικιών 5 ανασκούμπωμα 6 δίπλωμα μανικιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |