Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbombànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rimbomˈbante]

1 βροντώδης
2 στεντόρειος
3 βροντερός
4 κομπαστικός
5 μεγαλόστομος
6 στομφώδης
7 βροντόφωνος
8 πολύκροτος
9 παταγώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbocco rimbombare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboccare (ρ. μτβ.)
rimboccato (επίθ.)
rimboccatura (θηλ.ουσ)
rimbocco (ουσ αρσ )
rimbombante (επίθ.)
rimbombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbombo (ουσ αρσ )
rimborsabile (επίθ.)
rimborsare (ρ. μτβ.)
rimborso (ουσ αρσ )
rimboscamento (ουσ αρσ )
rimboscare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboschire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbrottare (ρ. μτβ.)
rimbrotto (ουσ αρσ )
rimbruttire (ρ.αμτβ.)
rimbruttire (ρ. μτβ.)
rimbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---