Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbellìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbelˈlire]

1 γίνομαι ομορφότερος
2 καλλωπίζομαι

rimbellìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbelˈlire]

1 ωραιοποιώ
2 ομορφαίνω
3 στολίζω
4 εξωραΐζω
5 καλλωπίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbecillito rimbiancare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbecillire (ρ.αμτβ.)
rimbecillire (ρ. μτβ.)
rimbecillirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecillito (ουσ αρσ )
rimbecillito (επίθ.)
rimbellire (ρ.αμτβ.)
rimbellire (ρ. μτβ.)
rimbiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbiondire (ρ.αμτβ.)
rimbiondire (ρ. μτβ.)
rimbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboccare (ρ. μτβ.)
rimboccato (επίθ.)
rimboccatura (θηλ.ουσ)
rimbocco (ουσ αρσ )
rimbombante (επίθ.)
rimbombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbombo (ουσ αρσ )
rimborsabile (επίθ.)
rimborsare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---