Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbiancàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbjanˈkare]

1 ασβεστώνω ξανά
2 ασπρίζω πάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbellire rimbiondire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbecillirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecillito (ουσ αρσ )
rimbecillito (επίθ.)
rimbellire (ρ.αμτβ.)
rimbellire (ρ. μτβ.)
rimbiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbiondire (ρ.αμτβ.)
rimbiondire (ρ. μτβ.)
rimbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboccare (ρ. μτβ.)
rimboccato (επίθ.)
rimboccatura (θηλ.ουσ)
rimbocco (ουσ αρσ )
rimbombante (επίθ.)
rimbombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbombo (ουσ αρσ )
rimborsabile (επίθ.)
rimborsare (ρ. μτβ.)
rimborso (ουσ αρσ )
rimboscamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---