Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbambìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbamˈbire]

1 αποβλακώνομαι
2 κουρκουτιάζω
3 αποκουτιαίνω
4 παθαίνω εγκεφαλική μαλάκυνση
5 ραμολίρω
6 ξεμωραίνομαι
7 ξεκουτιαίνω
8 κουτιαίνω

rimbambirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimbamˈbirsi]

1 κουτιαίνω
2 ξεκουτιαίνω
3 αποκουτιαίνω
4 ξεμωραίνομαι
5 αποβλακώνομαι
6 κουρκουτιάζω
7 παθαίνω εγκεφαλική μαλάκυνση
8 ραμολίρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbambimento rimbambito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbalzare (ρ. μτβ.)
rimbalzello (ουσ αρσ )
rimbalzista (ουσ αρσ και θηλ.)
rimbalzo (ουσ αρσ )
rimbambimento (ουσ αρσ )
rimbambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbambirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbambito (ουσ αρσ )
rimbambito (επίθ.)
rimbarcare (ρ. μτβ.)
rimbarco (ουσ αρσ )
rimbeccare (ρ. μτβ.)
rimbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecco (ουσ αρσ )
rimbecillire (ρ.αμτβ.)
rimbecillire (ρ. μτβ.)
rimbecillirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecillito (ουσ αρσ )
rimbecillito (επίθ.)
rimbellire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---