Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimasticatìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimastikaˈtitʧo] 1 αναμάσημα 2 διασκευή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |