Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimaritàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimariˈtare]

ξαναπαντρεύω

rimaritàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimariˈtarsi]

ξαναπαντρεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimario rimasticare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimarginare (ρ.αμτβ.)
rimarginare (ρ. μτβ.)
rimarginarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimario (ουσ αρσ )
rimaritare (ρ. μτβ.)
rimaritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimasticare (ρ. μτβ.)
rimasticaticcio (ουσ αρσ )
rimasticatura (θηλ.ουσ)
rimasuglio (ουσ αρσ )
rimato (επίθ.)
rimatore (ουσ αρσ )
rimbacuccare (ρ. μτβ.)
rimbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbaldanzire (ρ.αμτβ.)
rimbaldanzire (ρ. μτβ.)
rimbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbalzare (ρ. μτβ.)
rimbalzello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---