Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimangiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimanˈʤare]

1 κάνω πίσω
2 τρώγω ξανά
3 μασώ τα λόγια μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimanere rimarcabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)
rimarchevole (επίθ.)
rimarco (ουσ αρσ )
rimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimarginare (ρ.αμτβ.)
rimarginare (ρ. μτβ.)
rimarginarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimario (ουσ αρσ )
rimaritare (ρ. μτβ.)
rimaritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimasticare (ρ. μτβ.)
rimasticaticcio (ουσ αρσ )
rimasticatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---