Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimandàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimanˈdato]

μετεξεταστέος μαθητής ή σπουδαστής

rimandàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rimanˈdato]

μετεξεταστέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimandare rimando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riluttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rima (θηλ.ουσ)
rimacchiare (ρ. μτβ.)
rimalmezzo (θηλ.ουσ)
rimandare (ρ. μτβ.)
rimandato (ουσ αρσ )
rimandato (επίθ.)
rimando (ουσ αρσ )
rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)
rimarchevole (επίθ.)
rimarco (ουσ αρσ )
rimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---