Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimalmèzzo  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,rimalˈmɛddzo]

εσωτερική ρίμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimacchiare rimandare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riluttante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riluttanza (θηλ.ουσ)
riluttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rima (θηλ.ουσ)
rimacchiare (ρ. μτβ.)
rimalmezzo (θηλ.ουσ)
rimandare (ρ. μτβ.)
rimandato (ουσ αρσ )
rimandato (επίθ.)
rimando (ουσ αρσ )
rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)
rimarchevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---