ItalianoGreco


riluttànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rilutˈtante]

1 ενάντιος
2 διστακτικός
3 που αποφεύγει να κάνει κάτι
4 ράθυμος
5 απρόθυμος
6 ανόρεχτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---