Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riluttànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rilutˈtante]

1 ενάντιος
2 διστακτικός
3 που αποφεύγει να κάνει κάτι
4 ράθυμος
5 απρόθυμος
6 ανόρεχτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilustrare riluttanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilocazione (θηλ.ουσ)
riloga (θηλ.ουσ)
rilucente (επίθ.)
rilucere (ρ.αμτβ.)
rilustrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riluttante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riluttanza (θηλ.ουσ)
riluttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rima (θηλ.ουσ)
rimacchiare (ρ. μτβ.)
rimalmezzo (θηλ.ουσ)
rimandare (ρ. μτβ.)
rimandato (ουσ αρσ )
rimandato (επίθ.)
rimando (ουσ αρσ )
rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---