Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriluttànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rilutˈtantsa] 1 ανορεξία 2 απροθυμία 3 έλλειψη προθυμίας 4 αντιπάθεια 5 αποστροφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |