Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilevàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rileˈvare]

1 εξαγοράζω
2 εξέχω
3 παρατηρώ
4 είμαι ανάγλυφος
5 αντιλαμβάνομαι
6 προσέχω
7 αποτυπώνω
8 τοπογραφώ
9 χαρτογραφώ
10 χωρογραφώ
11 βγάζω
12 μαθαίνω
13 προεξέχω
14 χωρομετρώ
15 καταλαβαίνω
16 συναντώ
17 καλώ να πάρω
18 ξαναπαίρνω
19 παίρνω
20 παίρνω διόπτευση
21 αντικαθιστώ
22 επισημαίνω

rilevarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rileˈvarsi]

1 αυξάνομαι
2 εγείρομαι
3 σηκώνομαι
4 ψηλώνω
5 ανυψώνομαι
6 ανατέλλω
7 ανέρχομαι
8 ορθώνομαι
9 ανίσταμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilevanza rilevatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilettura (θηλ.ουσ)
rilevabile (επίθ.)
rilevamento (ουσ αρσ )
rilevante (επίθ.)
rilevanza (θηλ.ουσ)
rilevare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rilevarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilevatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevato (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevazione (θηλ.ουσ)
rilievo (ουσ αρσ )
rilievografia (θηλ.ουσ)
rilievografico (επίθ.)
rilocare (ρ. μτβ.)
rilocazione (θηλ.ουσ)
riloga (θηλ.ουσ)
rilucente (επίθ.)
rilucere (ρ.αμτβ.)
rilustrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---