Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilevaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rilevaˈmento]

1 ένδειξη πυξίδας
2 διόπτευση
3 χαρτογράφηση
4 έξαρση εδάφους
5 αποτύπωση
6 χωρογράφηση
7 προεξοχή
8 χωροστάθμιση
9 εξαγορά εταιρείας
10 αποτύπωση σε χάρτη
11 ανάγλυφο
12 σχεδιαγράφηση
13 τοπογράφηση
14 αντικατάσταση φρουράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilevabile rilevante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilegatura (θηλ.ουσ)
rileggere (ρ. μτβ.)
rilettura (θηλ.ουσ)
rilevabile (επίθ.)
rilevamento (ουσ αρσ )
rilevante (επίθ.)
rilevanza (θηλ.ουσ)
rilevare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rilevarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilevatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevato (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevazione (θηλ.ουσ)
rilievo (ουσ αρσ )
rilievografia (θηλ.ουσ)
rilievografico (επίθ.)
rilocare (ρ. μτβ.)
rilocazione (θηλ.ουσ)
riloga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---