Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rilasˈsare]

χαλαρώνω

rilassarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rilasˈsarsi]

χαλαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilassante rilassatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilasciare (ρ. μτβ.)
rilasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilascio (ουσ αρσ )
rilassamento (ουσ αρσ )
rilassante (επίθ.)
rilassare (ρ. μτβ.)
rilassarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilassatezza (θηλ.ουσ)
rilassato (επίθ.)
rilassatore (επίθ.)
rilavare (ρ. μτβ.)
rilavatura (θηλ.ουσ)
rileccare (ρ. μτβ.)
rilegare (ρ. μτβ.)
rilegato (επίθ.)
rilegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilegatura (θηλ.ουσ)
rileggere (ρ. μτβ.)
rilettura (θηλ.ουσ)
rilevabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---