Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrilassaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rilassaˈmento] 1 ανάπαυση 2 ξετέντωμα 3 χαλάρωση 4 εκτόνωση 5 ξεκούραση 6 χαλάρωμα 7 ξελασκάρισμα 8 λασκάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |