ItalianoGreco


rilassatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rilassaˈtettsa]

1 πλαδαρότητα
2 χαλάρωμα
3 ξελασκάρισμα
4 έκλυση
5 ελευθεριότητα
6 χαλάρωση
7 χαλαρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---