Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilassànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rilasˈsante]

1 χαλαρωτικός
2 εκτονωτικός
3 ξεκουραστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilassamento rilassare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilancio (ουσ αρσ )
rilasciare (ρ. μτβ.)
rilasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilascio (ουσ αρσ )
rilassamento (ουσ αρσ )
rilassante (επίθ.)
rilassare (ρ. μτβ.)
rilassarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilassatezza (θηλ.ουσ)
rilassato (επίθ.)
rilassatore (επίθ.)
rilavare (ρ. μτβ.)
rilavatura (θηλ.ουσ)
rileccare (ρ. μτβ.)
rilegare (ρ. μτβ.)
rilegato (επίθ.)
rilegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilegatura (θηλ.ουσ)
rileggere (ρ. μτβ.)
rilettura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---