Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigùrgito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈgurʤito]

1 εξέμεση
2 ξεχείλισμα
3 εμετός
4 ξέρασμα
5 ξαναμάσημα
6 εκχείλιση
7 υπερεκχείλιση
8 αναστροφή αίματος (λόγω βαλβίδας)
9 πλημμύρα
10 προσανάβαση
11 πλημμύρισμα
12 υπερχείλιση
13 αναβίωση (εθίμου ή μόδας κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigurgitare rilanciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riguardo (ουσ αρσ )
riguardosamente (επίρ.)
riguardoso (επίθ.)
rigurgitante (επίθ.)
rigurgitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigurgito (ουσ αρσ )
rilanciare (ρ. μτβ.)
rilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilancio (ουσ αρσ )
rilasciare (ρ. μτβ.)
rilasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilascio (ουσ αρσ )
rilassamento (ουσ αρσ )
rilassante (επίθ.)
rilassare (ρ. μτβ.)
rilassarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilassatezza (θηλ.ουσ)
rilassato (επίθ.)
rilassatore (επίθ.)
rilavare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---