Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riguardàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rigwarˈdare]

αφορώ, θεωρώ

riguardarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rigwarˈdarsi]

1 φροντίζω τον εαυτό μου
2 προφυλάσσομαι
3 προσέχω
4 φυλάγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riguardante riguardata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per quanto riguarda = όσον αφορά || per quanto riguarda... = όσο για...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigovernata (θηλ.ουσ)
rigovernatura (θηλ.ουσ)
rigridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riguadagnare (ρ. μτβ.)
riguardante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riguardare (ρ.αμτβ.)
riguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
riguardata (θηλ.ουσ)
riguardo (ουσ αρσ )
riguardosamente (επίρ.)
riguardoso (επίθ.)
rigurgitante (επίθ.)
rigurgitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigurgito (ουσ αρσ )
rilanciare (ρ. μτβ.)
rilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilancio (ουσ αρσ )
rilasciare (ρ. μτβ.)
rilasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilascio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---