Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigorosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rigorosiˈta]

1 ακρίβεια
2 αδιαλλαξία
3 αλυγισιά
4 σκληρότητα
5 ανελαστικότητα
6 αυστηρότητα
7 κυριολεξία
8 πιστότητα
9 ασκητικότητα
10 ακρίβεια προσέγγισης
11 ακριβολογία
12 ορθολογία
13 δυσκαμψία
14 ακαμψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigorosamente rigoroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigore (ουσ αρσ )
rigorismo (ουσ αρσ )
rigorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rigoristico (επίθ.)
rigorosamente (επίρ.)
rigorosità (θηλ.ουσ)
rigoroso (επίθ.)
rigovernare (ρ. μτβ.)
rigovernata (θηλ.ουσ)
rigovernatura (θηλ.ουσ)
rigridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riguadagnare (ρ. μτβ.)
riguardante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riguardare (ρ.αμτβ.)
riguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
riguardata (θηλ.ουσ)
riguardo (ουσ αρσ )
riguardosamente (επίρ.)
riguardoso (επίθ.)
rigurgitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---