Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈgore] η ακρίβεια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαarea [θηλ.] di rigore = η μικρή περιοχή || calcio [αρσ.] di rigore = το πέναλτυ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |