ItalianoGreco


rigonfiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rigonˈfjare]

1 φουσκώνω
2 πρήζομαι ξανά
3 τουλουμιάζω
4 διογκώνομαι
5 τουμπανιάζω

rigonfiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rigonˈfjare]

1 ξαναφουσκώνω
2 φουσκώνω ξανά

rigonfiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rigonˈfjarsi]

1 τουλουμιάζω
2 τουμπανιάζω
3 διογκώνομαι
4 πρήζομαι ξανά
5 φουσκώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---