Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigogliosaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [rigoʎʎosaˈmente] 1 άφθονα 2 πλούσια 3 πληθωρικά 4 πλουσιοπάροχα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |