Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigorosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [rigorosaˈmente]

1 αυστηρά
2 απαρέγκλιτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigoristico rigorosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigonfio (επίθ.)
rigore (ουσ αρσ )
rigorismo (ουσ αρσ )
rigorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rigoristico (επίθ.)
rigorosamente (επίρ.)
rigorosità (θηλ.ουσ)
rigoroso (επίθ.)
rigovernare (ρ. μτβ.)
rigovernata (θηλ.ουσ)
rigovernatura (θηλ.ουσ)
rigridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riguadagnare (ρ. μτβ.)
riguardante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riguardare (ρ.αμτβ.)
riguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
riguardata (θηλ.ουσ)
riguardo (ουσ αρσ )
riguardosamente (επίρ.)
riguardoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---