rigonfiaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rigonfjaˈmento]
1 φούσκωμα
2 τοπικό πρήξιμο
3 τουλούμιασμα
4 εξόγκωμα
5 διόγκωση
6 πρήξιμο
7 τουμπάνιασμα
8 φλεγμονή
9 εξόγκωση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rigonfjaˈmento]
1 φούσκωμα
2 τοπικό πρήξιμο
3 τουλούμιασμα
4 εξόγκωμα
5 διόγκωση
6 πρήξιμο
7 τουμπάνιασμα
8 φλεγμονή
9 εξόγκωση
permalink
rigonfiamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android