Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigonfiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rigonfjaˈmento] 1 φούσκωμα 2 τοπικό πρήξιμο 3 τουλούμιασμα 4 εξόγκωμα 5 διόγκωση 6 πρήξιμο 7 τουμπάνιασμα 8 φλεγμονή 9 εξόγκωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |