rigètto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [riˈʤɛtto]
1 πρόσωπο ή πράγμα απορριφθέν
2 απόρριψη
3 απάρνηση
4 γεωλογική μετατόπιση
5 αποκήρυξη
6 άρνηση
7 αποποίηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [riˈʤɛtto]
1 πρόσωπο ή πράγμα απορριφθέν
2 απόρριψη
3 απάρνηση
4 γεωλογική μετατόπιση
5 αποκήρυξη
6 άρνηση
7 αποποίηση
permalink
rigetto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android