ItalianoGreco


rigeneratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riʤeneraˈtore]

1 εναλλάκτης θερμότητας
2 αναμορφωτής
3 συσκευή αναθέρμανσης φούρνου

rigeneratóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riʤeneraˈtore]

1 αναπλαστικός
2 αναγεννητικός
3 ο της ανακύκλωσης
4 αναδημιουργικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---