Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [riʤidaˈmente]

1 αμείλικτα
2 αυστηρά
3 στέρεα
4 άκαμπτα
5 απαρέγκλιτα
6 σθεναρά
7 άτεγκτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  righino rigidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigetto (ουσ αρσ )
righello (ουσ αρσ )
righettare (ρ. μτβ.)
righettato (επίθ.)
righino (ουσ αρσ )
rigidamente (επίρ.)
rigidezza (θηλ.ουσ)
rigidità (θηλ.ουσ)
rigido (επίθ.)
rigiocare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigirarsi (ρ.μ. (αντων.))
rigirio (ουσ αρσ )
rigiro (ουσ αρσ )
rigiudicare (ρ. μτβ.)
rigiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigo (ουσ αρσ )
rigodone (ουσ αρσ )
rigoglio (ουσ αρσ )
rigogliosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---