ItalianoGreco


rigeneràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riʤeneˈrare]

1 αναμορφώνω
2 ανακτώ μέταλλο
3 αναπλάθω
4 αναγομώνω λάστιχο
5 αλλάζω προς το καλλίτερο
6 αναγεννώ
7 αναζωογονώ
8 ανακυκλώνω
9 ξαναγεννώ

rigenerarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riʤeneˈrarsi]

1 μεγαλώνω ξανά
2 αναγεννιέμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---